Euarchonta — Gewöhnlicher Totenkopfaffe (Saimiri sciureus) Systematik Reihe: Landwirbeltiere (Tetrapoda) … Deutsch Wikipedia
когань — Когань, я, е притяж. прилаг. к слову коганъ (1): Рекъ Боянъ и ходы на Святъславля пѣснотворца стараго времени Ярославля, Ольгова коганя хоти: Тяжко ти головы кромѣ плечю; зло ти тѣлу кромѣ головы. 44. Ср. каганъ, коганъ титул владык хазарских,… … Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"
-ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… … Dictionary of Greek
επικληρώ — ἐπικληρῶ και δωρ. τ. ἐπικλαρῶ, όω (Α) [επίκληρος] 1. διανέμω κάτι με κλήρο («τὸν ἄρχοντ’ ἐπικληροῡν ὁ νόμος τοῑς χοροῑς τοὺς αὐλητὰς κελεύει», Δημοσθ.) 2. καθορίζω, προσδιορίζω με κλήρο («τῶν δικαστηρίων ἐπικεκληρωμένων», Δημοσθ.) 3. (με απρμφ.)… … Dictionary of Greek
κατοίκισσα — η η συγκάτοικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτοικος και κατάλ. ισσα, (πρβλ. αρχόντ ισσα, γειτόν ισσα)] … Dictionary of Greek
κλαυσιώ — κλαυσιῶ, άω (Α) 1. κλαυσείω*, επιθυμώ να κλάψω, έχω τη διάθεση να θρηνήσω 2. (μτφ. για πόρτα) τρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλαυσ τού κλαίω (πρβλ. μέλλ. κλαύσ ω) + κατάλ. ιάω / ῶ, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (πρβλ. ἀρχοντ ιάω / ῶ «επιθυμώ να γίνω… … Dictionary of Greek
κυνηγάρης — ο, θηλ. α (Μ κυνηγάρης, θηλ. α) 1. αυτός που κυνηγά, κυνηγός («δεν είδανε τα μάτια μου τέτοιονε κυνηγάρη, να κυνηγά τις πέρδικες τη νύχτα με φεγγάρι», δημ. δίστ.) 2. ως επίθ. κυνηγετικός, θηρευτικός νεοελλ. (συν. στο αρσ.) (για άνδρα) αυτός που… … Dictionary of Greek
σοφιστιώ — άω, Α φέρομαι ως σοφιστής, δηλαδή προσπαθώ να παραπλανήσω τους άλλους με τεχνάσματα τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφιστής + κατάλ. ιῶ (πρβλ. ἀρχοντ ιῶ)] … Dictionary of Greek
χαμαιτυπίς — ίδος, ἡ, Μ χαμαιτύπη*, πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαιτύπη + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ἀρχοντ ίς)] … Dictionary of Greek