ἄρχοντ'

ἄρχοντ'
ἄρχοντα , ἄρχω
to be first
pres part act neut nom/voc/acc pl
ἄρχοντα , ἄρχω
to be first
pres part act masc acc sg
ἄρχοντι , ἄρχω
to be first
pres part act masc/neut dat sg
ἄρχοντι , ἄρχω
to be first
pres ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἄ̱ρχοντο , ἄρχω
to be first
imperf ind mp 3rd pl (doric aeolic)
ἄρχοντε , ἄρχω
to be first
pres part act masc/neut nom/voc/acc dual
ἄρχονται , ἄρχω
to be first
pres ind mp 3rd pl
ἄρχοντο , ἄρχω
to be first
imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic)
ἄρχοντα , ἄρχων
ruler
masc acc sg
ἄρχοντι , ἄρχων
ruler
masc dat sg
ἄρχοντε , ἄρχων
ruler
masc nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Euarchonta — Gewöhnlicher Totenkopfaffe (Saimiri sciureus) Systematik Reihe: Landwirbeltiere (Tetrapoda) …   Deutsch Wikipedia

  • когань — Когань, я, е притяж. прилаг. к слову коганъ (1): Рекъ Боянъ и ходы на Святъславля пѣснотворца стараго времени Ярославля, Ольгова коганя хоти: Тяжко ти головы кромѣ плечю; зло ти тѣлу кромѣ головы. 44. Ср. каганъ, коганъ титул владык хазарских,… …   Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"

  • -ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… …   Dictionary of Greek

  • επικληρώ — ἐπικληρῶ και δωρ. τ. ἐπικλαρῶ, όω (Α) [επίκληρος] 1. διανέμω κάτι με κλήρο («τὸν ἄρχοντ’ ἐπικληροῡν ὁ νόμος τοῑς χοροῑς τοὺς αὐλητὰς κελεύει», Δημοσθ.) 2. καθορίζω, προσδιορίζω με κλήρο («τῶν δικαστηρίων ἐπικεκληρωμένων», Δημοσθ.) 3. (με απρμφ.)… …   Dictionary of Greek

  • κατοίκισσα — η η συγκάτοικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτοικος και κατάλ. ισσα, (πρβλ. αρχόντ ισσα, γειτόν ισσα)] …   Dictionary of Greek

  • κλαυσιώ — κλαυσιῶ, άω (Α) 1. κλαυσείω*, επιθυμώ να κλάψω, έχω τη διάθεση να θρηνήσω 2. (μτφ. για πόρτα) τρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλαυσ τού κλαίω (πρβλ. μέλλ. κλαύσ ω) + κατάλ. ιάω / ῶ, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (πρβλ. ἀρχοντ ιάω / ῶ «επιθυμώ να γίνω… …   Dictionary of Greek

  • κυνηγάρης — ο, θηλ. α (Μ κυνηγάρης, θηλ. α) 1. αυτός που κυνηγά, κυνηγός («δεν είδανε τα μάτια μου τέτοιονε κυνηγάρη, να κυνηγά τις πέρδικες τη νύχτα με φεγγάρι», δημ. δίστ.) 2. ως επίθ. κυνηγετικός, θηρευτικός νεοελλ. (συν. στο αρσ.) (για άνδρα) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • σοφιστιώ — άω, Α φέρομαι ως σοφιστής, δηλαδή προσπαθώ να παραπλανήσω τους άλλους με τεχνάσματα τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφιστής + κατάλ. ιῶ (πρβλ. ἀρχοντ ιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • χαμαιτυπίς — ίδος, ἡ, Μ χαμαιτύπη*, πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαιτύπη + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ἀρχοντ ίς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”